Ουσιοεξάρτηση: μια συνήθεια προς έναν ψευδοεαυτό

 

Η ουσιοεξάρτηση θεωρείται μια χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος – διαταραχή που χαρακτηρίζεται από καταναγκαστική αναζήτηση και λήψη κάποιας εξαρτησιογόνου ουσίας, απώλεια αυτοελέγχου σε σχέση με την λήψη της συγκεκριμένης ουσίας, εμφάνιση αρνητικής συναισθηματικής κατάστασης όταν η πρόσβαση στην ουσία δεν είναι εφικτή.

Η συναισθηματική δυσφορία της σύγχρονης κοινωνίας με τα στερεότυπα, τις διακρίσεις αλλά και τα αυξανόμενα ποσοστά επιθετικότητας φαίνεται να διευκολύνουν την είσοδο στον χώρο της χρήσης – εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες, ως μια ύστατη προσπάθεια αυτοίασης και απαλλαγής από την συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση, υιοθετώντας έναν ψευδοεαυτό (Παπαρρηγόπουλος & Δάλλα, 2019). Ως διαταραχή χρήσης ουσιών συμπεριλαμβανομένων ουσιών όπως, νικοτίνη, αλκοόλ, κανναβινοειδοί, διεγερτικά, οποιοειδοί, συνταγογραφούμενα φάρμακα, ψευδαισθησιογόνα, εισπνεόμενα και νέες ψυχοδραστικές ουσίες, χαρακτηρίζεται η αντίστοιχη κλινική εικόνα που πληροί τουλάχιστον 2 (δύο) από τα παρακάτω συμπτώματα σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον 12 (δώδεκα μηνών):

  • Η ουσία λαμβάνεται σε μεγαλύτερες ποσότητες και μεγαλύτερες χρονικές περιόδους.
  • Επίμονη επιθυμία και ανεπιτυχείς προσπάθειες διακοπής.
  • Μεγάλο μέρος του χρόνου δαπανάται σε δραστηριότητες σχετικές με την χρήση.
  • Σφοδρή επιθυμία (craving).
  • Επαναλαμβανόμενη χρήση με αποτέλεσμα αποτυχίες σε επαγγελματικές υποχρεώσεις.
  • Συνεχιζόμενη χρήση παρά τα προβλήματα σε κοινωνικές σχέσεις.
  • Περιορισμός σημαντικών κοινωνικών, επαγγελματικών, ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
  • Σωματικά επικίνδυνη χρήση.
  • Συνεχιζόμενη χρήση παρά την εμφάνιση σωματικού ή ψυχολογικού προβλήματος.
  • Αντοχή- ανάγκη για όλο και αυξανόμενη ποσότητα της ουσίας (ανοχή).
  • Στέρηση σε περίπτωση μείωσης- διακοπής της χρήσης (DSM-V, APA, 2013).

Λαμβάνοντας υπόψιν το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο η ουσιοεξάρτηση αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο- αποτέλεσμα βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Και τούτο επειδή τόσο το σύστημα της οικογένειας και ο τρόπος ανατροφής και τα πρότυπα, όσο και το κοινωνικό πλαίσιο αλληλεπιδράσεων συμπεριλαμβανομένων των ομάδων – παρέες, τη διαθεσιμότητα των ψυχοδραστικών ουσιών, της επικρατούσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, ακόμα και τη χωροταξία και τον φωτισμό των περιοχών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην έναρξη της χρήσης και στην εξέλιξη αυτής σε επίπεδο εξάρτησης (Καφετζόπουλος, 2019). Αναφορικά με το ψυχολογικό παράγοντα και σύμφωνα με την θεωρία των πέντε παραγόντων: νευρωτισμός, εξωστρέφεια, ευπροσηγορία, βιωματική ευρύτητα και ευσυνειδησία, τα άτομα που εκδηλώνουν μεγαλύτερα ποσοστά ευαλωτότητας για χρήση ψυχοδραστικών ουσιών εμφανίζουν υψηλά ποσοστά νευρωτισμού, καθώς βιώνουν έντονη δυσφορία και αρνητικά εν γένει συναισθήματα. Τα άτομα αυτά επιπλέον παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα ευσυνειδησίας ενώ ταυτόχρονα επιθυμούν έντονες συγκινήσεις και  νέες εμπειρίες χωρίς να θέσουν στόχους με αποτέλεσμα να μην πετυχαίνουν το ιδανικό και να ικανοποιούνται, βιώνοντας ματαίωση (Παπαρρηγόπουλος & Δάλλα, 2019). Διαπιστώνεται λοιπόν σημαντική συννοσηρότητα με διαταραχές διάθεσης (20% – 60%) , διαταραχές προσωπικότητας (50%- 90%) και ψυχωσικές διαταραχές (20%). Σε βιολογικό επίπεδο τα άτομα που είναι πιο ευάλωτα στην χρήση ψυχοτρόπων ουσιών έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένα γονίδια που προάγουν την μείωση του ελέγχου και την αύξηση της παρορμητικότητας, μεταβολίζοντας άμεσα είτε νευροδιαβιβαστές που σχετίζονται με το σύστημα ανταμοιβής όπως η ντοπαμίνη είτε τις ίδιες τις ψυχοτρόπες ουσίες.

Σε συνέχεια όλων των προαναφερθέντων η εξάρτηση, εν προκειμένω από ψυχοδραστικές ουσίες ή και εν γένει από συμπεριφορές χαρακτηρίζεται από την έντονη προσήλωση του ατόμου είτε σε μια συμπεριφορά είτε σε μια ουσία, με αποτέλεσμα να αποκτά προεξάρχουσα θέση στη ζωή του ατόμου με έντονη ανάγκη/ παρόρμηση (craving) για λήψη της ουσίας σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες για επίτευξη του επιθυμητού αισθήματος (ανοχή). Σε περίπτωση μη λήψης της επιθυμητής ποσότητας το άτομο βιώνει στερητικά συμπτώματα, ενώ η διακοπή ή ο έλεγχος της εξάρτησης αποτελεί μια διαδρομή για τον εξαρτημένο με πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες, καθώς η εξάρτηση εκτός από συναισθηματικού / ψυχολογικού τύπου διαταραχή, ανάγεται σε μια εγκεφαλική διαταραχή με εγκεφαλικού τύπου αλλοιώσεις. Ειδικότερα, κατά την λήψη μιας ψυχοδραστικής ουσίας το άτομο βιώνει μεγάλη ευχαρίστηση (liking) καθώς διεγείρεται το σύστημα ανταμοιβής με την αύξηση των επιπέδων ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Ωστόσο, σε επίπεδο κατάχρησης παρατηρούνται ποικίλες εγκεφαλικές αλλοιώσεις μεταξύ των οποίων, αφενός η μείωση των υποδοχέων ντοπαμίνης και εν γένει η μειωμένη δραστηριότητα του ντοπαμινεργικού συστήματος και αφετέρου αύξηση της κορτικοτροπίνης (CRF) που συνδέεται με την αγχώδη δυσφορία καθώς επίσης και η μειωμένη λειτουργικότητα του προμετωπιαίου λοβού (περιοχή υπέυθυνη για τον έλεγχο συμπεριφοράς και αποφάσεων). Οι παραπάνω αλλαγές ευνοούν την υποτροπή στην χρήση, καθώς η στέρηση αυτής ένεκα των παραπάνω εγκεφαλικών αλλοιώσεων καθίσταται ανυπόφορη για το άτομο, ενώ πλέον η ευχαρίστηση (liking) έχει μετατραπεί σε έντονη, ανεξέλεγκτη επιθυμία- παρόρμηση (wanting- craving) (Berridge, 2007).

Στη σύγχρονη εποχή στο πεδίο της ουσιοεξάρτησης παρατηρείται πλειάδα ψυχοδραστικών ουσιών είτε αυτούσιες είτε σε συνθετικές προς χρήση με διαφορετική δράση και πολυεπίπεδα διαφορετικές επιπτώσεις στο άτομο.